χημειόσφαιρα

χημειόσφαιρα
η, Ν
(μετεωρ.-αστρον.) ονομασία τής περιοχής τής ατμόσφαιρας, όπου συντελείται μεγάλος αριθμός χημικών αντιδράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemosphere (< χημειο-* + σφαίρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χημει(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων, που ως επί το πλείστον έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. χημειοπροφύλαξη < αγγλ. chemoprophylaxis, χημειόσφαιρα < αγγλ. chemosphere κ.ά.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”